- ευστατικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευστατισμό2. φρ. «ευστατική κίνηση» — η μεταβολή τής στάθμης τού νερού τών ωκεανών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eustatic < eu- (πρβλ. ευ) + static (πρβλ. στατικός)].
Dictionary of Greek. 2013.